- ὑποπτερνίς
- ὑποπτερνίς, ίδος, ἡ,A knob against which the butt-end ([etym.] πτέρνα) of the arm of a torsion-engine came to rest, Ph.Bel.66.2, Hero Bel.93.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποπτερνίς — knob fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτερνίδα — ὑποπτερνίς knob fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπτερνίδα — η / ὑποπτερνίς, ίδος, ΝΑ τεμάχιο ξύλου, σκαμμένο ως θήκη, στο οποίο εμβάλλεται η πτέρνα τού ιστού, κν. σκάτσα τού καταρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πτέρνα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. περι κνημ ίς)] … Dictionary of Greek